-
1 φορτίον
φορτίον, τό (nach Moeris hellenistisch für das att. φόρτος, von dem es der Form nach dim. ist), Last, Ladung, Fracht, bes. Schiffsladung, auch die Waare selbst; zuerst bei Hes. O. 645. 695, im plur., wie Ar. Ach. 863 Ran. 573 u. sonst; Her. φορτία ἀπ αγινεῖν, 1, 1; φορτίων πλήσαντες πλοῖον 2, 194; μέγιστα ἐκ φορτίων ἐκέρδησαν 4, 152, u. öfter; auch im sing., Ar. Plut. 352 Ach. 209 Lys. 312; Xen. Mem. 3, 13, 6; Dem. 35, 20; Sp., wie Luc. Asin. 19.
-
2 κερδαίνω
κερδαίνω, fut. κερδανῶ, Xen. Mem. 2, 6, 4, aor. ἐκέρδανα, κερδῆναι Hom. ep. 14, 6, auch κερδήσομαι, Her. 3, 72, ἐκέρδησα, 4, 152, Sp. häufig, vgl. Lob. zu Phryn. 740; perf. προςκεκέρδηκα Dem. 56, 30; auch κεκέρδακα, Sp., u. κεκέρδαγκα, Phot. bibl. p. 237, 22; – gewinnen, Gewinn (κέρδος) ziehen, Vortheil haben; σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ Aesch. Ag. 1274; Prom. 878; λόγον ἐκέρδαναν Pind. I. 4, 29; οὐκ ἐξ ἅπαντος χρὴ τὸ κερδαίνειν φιλεῖν Soph. Ant. 312; εἰ μὴ τὸ κέρδος κερδανεῖ δικαίως O. R. 889, wie Plat. Legg. VIII, 846 a; χρηστὰ ἔπη Trach. 230; τί κερδανῶ Ar. Nubb. 260; τῇ ἀσφαλείᾳ κερδανεῖς Eur. Herc. Fur. 604; μέγιστα ἐκ φορτίων, den größten Gewinn aus den Waaren ziehen, Her. 4, 152, der es auch c. dat. vrbdt, Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῠσι, aus der Erhaltung Megara's, 8, 60, 3; ἀπό τινος, Xen. Hem. 2, 9, 3; – c. partic., Ar. Av. 1591 Eur. Hel. 1051; Arist., der es Eth. 5, 5 erkl.: τὸ πλέον ἔχειν ἢ τὰ ἑαυτοῦ, setzt es dem ζημιοῦσϑαι entgegen. – Selten von schlimmen Dingen, δάκρυα κερδᾶναι, Thränen ernten, Eur. Hec. 518.
-
3 κερδαινω
(fut. κερδᾰνῶ - ион. κερδανέω, поздн. κερδήσω, aor. 1 ἐκέρδηνα и ἐκέρδᾱνα, pf. κεκέρδηκα и κεκέρδαγκα; ион. fut. med. κερδήσομαι)1) (тж. κ. κέρδος Soph., Plat. или τὰ κερδαντά Diog.L.) извлекать пользу, получать выгоду(τινός Plat., ἀπό τινος Xen., Arst., ἔκ τινος Soph. и παρά τινος Lys.)
Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι Her. — мы добьемся (этим) спасения Мегар2) приобретать, получать(τι πρός τινος Soph.; τὸν κόσμον NT.)
χρηστὰ κ. ἔπη Soph. — заслужить похвалу;τῇ ἀσφαλείᾳ κ. Eur. — достичь безопасности3) извлекать прибыль, наживать, зарабатывать(μέγιστα ἐκ φορτίων Her.; ἄλλα δὺο τάλαντα NT.)
κακὰ κ. Hes. — нечестно наживаться4) получать в удел(τὸν πολὺ χείρω βίον Xen.; διπλᾶ δάκρυα Eur.)
5) освобождаться (от чего-л), уметь избегнуть(ἐνόχλησιν Diog.L.; ὕβριν καὴ ζημίαν NT.; θανάτου προσδοκίαν Anth.)
-
4 κερδαίνω
A , Lys.8.20, etc.; [dialect] Ion. - ανέω Hdt.1.35, 8.60.γ;κερδήσω AP9.390
(Menecr.), Ep.Jac.4.13,κερδήσομαι Hdt.3.72
: [tense] aor. 1ἐκέρδᾱνα Pi.I.5(4).27
, And.1.134 codd., etc.; [dialect] Ion. - ηνα Hom.Epigr.14.6, Hdt.8.5, alsoἐκέρδησα Id.4.152
, Hld.4.13, etc.: [tense] pf.κεκέρδαγκα D.C.53.5
,κεκέρδᾰκα Aristid.1.366
J., Ach.Tat.5.25, Phalar.Ep.81.2, etc.,κεκέρδηκα D.56.30
( προς-), J.BJ1.20.2:— [voice] Pass., [tense] aor. part.κερδανθείς Phld.Oec.p.67
J.: [tense] pf.κεκερδημένος J.AJ 18.6.5
: ([etym.] κέρδος):—gain, derive profit or advantage, κακὰ κ. make unfair gains, Hes.Op. 352;μέγιστα ἐκ φορτίων Hdt.4.152
; τί κερδανῶ; what shall I gain? Ar.Nu. 259; κ. τινί gain by a thing, E.HF 604;σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ A.Ag. 1301
;κέρδος κ. S.OT 889
(lyr.);κ. ἓξ τάλαντα And.
l. c.; ; κ. λόγον win fame, Pi.I.5(4).27; χρηστὰ κ. ἔπη receive fair words, S.Tr. 231: c. part., gain by doing..,εἰ δὲ κερδανῶ λέγων E.Hel. 1051
(prob.);πολεμοῦντες οὐ κερδαίνομεν Ar.Av. 1591
, cf. Th.5.93;οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς A.Pr. 876
; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι we shall gain by Megara's preservation, Hdt.8.60.γ; also κ. ὅτι .. Hp. Art.46:—[voice] Pass., τὰ κερδανθέντα Phld.l.c.2 abs., make profit, gain advantage, Hdt.8.5, Ar.Pl. 520;τοῦ κ. ἔχου S.Fr.28
, cf. 354; ἐξ ἅπαντος, ἀπὸ παντός, Id.Ant. 312, X.Mem.2.9.4;παρά τινων Lys.20.7
; ; opp. τὸ τιμᾶσθαι, Th.2.44; traffic, make merchandise, S.Ant. 1037.III save or spare oneself, avoid,μεγάλα κακά Philem. 92.10
;ὕβριν Act.Ap.27.21
;τὸ μὴ μιανθῆναι τὰς χεῖρας J.AJ2.3.2
;ἐνόχλησιν D.L.7.14
, cf. Him.Or.2.26, AP10.59 (Pall.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδαίνω
-
5 κερδαίνω
κερδαίνω, gewinnen, Gewinn ( κέρδος) ziehen, Vorteil haben; μέγιστα ἐκ φορτίων, den größten Gewinn aus den Waren ziehen. Selten von schlimmen Dingen, δάκρυα κερδᾶναι, Tränen ernten
См. также в других словарях:
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek